θεριό


θεριό
Προφορά

Ετυμολογία
θεριό αρχαία ελληνική θηρίον

Ερμηνεία
θεριό

✦ (Κ θηρίον) άγριο, σαρκοφάγο ζώο
✦ μυθικό τέρας
(μτφ. ) άνθρωπος γιγαντόσωμος
(μτφ. ) άνθρωπος σκληρόκαρδος, εξαγριωμένος
✦ φρ. γίνομαι θηρίο, εξοργίζομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.