θεριζοαλωνιστικός
Προφορά
Ετυμολογία
θεριζοαλωνιστικός θερίζω + αλωνίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ θεριζοαλωνιστικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με το θέρισμα και το αλώνισμα
✦ θεριζοαλωνιστική μηχανή, γεωργικό μηχάνημα για το θέρισμα και αλώνισμα των σιτηρών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–