θεριακός


θεριακός
Προφορά

Ετυμολογία
θεριακός θεριό

Ερμηνεία
επίθετο┘ θεριακός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στα άγρια θηρία
✦ θηλ. θεριακή ως ουσ., αντίδοτο σε δάγκωμα δηλητηριώδους ζώου: ο θάνατος σα θεριακή γλυκά μου τα μουδιάζει (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.