θεριακλίκι


θεριακλίκι
Προφορά

Ετυμολογία
θεριακλίκι θεριακλής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το θεριακλίκι

✦ το πάθος, η μανία του θεριακλή: αδύνατο να κόψει το τσιγάρο· το ‘χει θεριακλίκι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.