θεριακλίδισσα


θεριακλίδισσα
Προφορά

Ετυμολογία
θεριακλίδισσα └τουρκ┘tiryakli

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο θεριακλίδισσα

✦ θηλ. θεριακλίδισσα κ. θεριακλού παθιασμένος με κάτι το απολαυστικό: μεγάλος θεριακλής στον καφέ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.