θερίζω


θερίζω
Προφορά

Ετυμολογία
θερίζω αρχαία ελληνική θερίζω

Ερμηνεία
ρήμα θερίζω

✦ κόβω σιτηρά ή χόρτο
(μτφ. ) δρέπω, αποκομίζω
(μτφ. ) εξολοθρεύω ομαδικά: τους θέρισαν με το πολυβόλο
✦ βασανίζω: με θέρισε ο πόνος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.