θεράπαινα


θεράπαινα
Προφορά

Ετυμολογία
θεράπαινα αρχαία ελληνική θεράπων

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο θεράπαινα

✦ θηλ. θεράπαινα υπηρέτης
✦ ο γιατρός που νοσηλεύει ορισμένο πρόσωπο
✦ ο ασχολούμενος με ζήλο σε κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.