θεοφύλακτος


θεοφύλακτος
Προφορά

Ετυμολογία
θεοφύλακτος μεταγενέστερη ελληνική θεοφύλακτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ θεοφύλακτος -η, -ο

✦ που τον προστατεύει ο Θεός: θεοφύλακτη πόλη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.