θειάφι


θειάφι
Προφορά

Ετυμολογία
θειάφι μεσαιωνική ελληνική θειάφι(ο)ν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το θειάφι

✦ το θείο (χημικό στοιχείο): η συννεφιά, χλομή σα θειάφι, θάμπωνε αμπέλι και χωράφι (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.