θεατρισμός


θεατρισμός
Προφορά

Ετυμολογία
θεατρισμός θεατρίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο θεατρισμός

✦ γελοιοποίηση, διακωμώδηση
✦ η παρακολούθηση θεατρικής παράστασης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.