θεατρίνος
Προφορά
Ετυμολογία
θεατρίνος └ιταλ┘teatrino
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο θεατρίνος
✦ θηλ. θεατρίνα ηθοποιός
✦ (μτφ. ) άνθρωπος υποκριτής, που του αρέσει να παρουσιάζεται διαφορετικός, απ’ ό,τι πράγματι είναι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–