θεατρίνικος


θεατρίνικος
Προφορά

Ετυμολογία
θεατρίνικος θεατρίνος

Ερμηνεία
επίθετο┘ θεατρίνικος -η, -ο

✦ ο χαρακτηριστικός του θεατρίνου, που ταιριάζει σε θεατρίνο: οι παριστάμενοι φεύγαν ένας ένας με θεατρίνικους τεμενάδες (Ν. Καρούζος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.