θεατής


θεατής
Προφορά

Ετυμολογία
θεατής αρχαία ελληνική θεατής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο θεατής

✦ πρόσωπο που παρακολουθεί θεατρική παράσταση, κινηματογραφική προβολή ή άλλο δημόσιο θέαμα
✦ παρατηρητής περιστατικού: σε όλη αυτή την αναστάτωση παρέμεινε ψυχρός θεατής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.