θανατοφιλία


θανατοφιλία
Προφορά

Ετυμολογία
θανατοφιλία θάνατος + φιλία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η θανατοφιλία

(ιατρ.) ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από έντονη επιθυμία θανάτου, διαρκή απασχόληση με την ιδέα του θανάτου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.