θανατοποινίτισσα


θανατοποινίτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
θανατοποινίτισσα θάνατος + ποινή• πρβλ. βαρυποινίτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο θανατοποινίτισσα

✦ θηλ. θανατοποινίτισσα ο καταδικασμένος σε θάνατο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.