θανατηφόρος


θανατηφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
θανατηφόρος αρχαία ελληνική θανατηφόρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ θανατηφόρος -α, -ο

✦ που προκαλεί ή μπορεί να προκαλέσει θάνατο: θανατηφόρα ασθένεια

Συνώνυμα
θανάσιμος, φονικός
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.