θαμπός


θαμπός
Προφορά

Ετυμολογία
θαμπός μεσαιωνική ελληνική επίθετο θαμβός

Ερμηνεία
επίθετο┘ θαμπός -ή, -ό

✦ θολός, όχι διαυγής
✦ που δε γυαλίζει
✦ που δε διακρίνεται καθαρά
✦ αμυδρός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
θαμπά, αμυδρά:θαμπά μου φέγγει ένα καντήλι (Θρ. Σταύρου)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.