θαμιστικός


θαμιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
θαμιστικός αρχαία ελληνική θαμίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ θαμιστικός -ή, -ό

✦ όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται τα παράγωγα ρήματα που σημαίνουν συχνή επανάληψη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.