θαλασσόδαρτος


θαλασσόδαρτος
Προφορά

Ετυμολογία
θαλασσόδαρτος θαλασσοδέρνομαι

Ερμηνεία
θαλασσόδαρτος

✦ κ. θαλασσόδαρτος, -η, -ο επίθ. ο ταλαιπωρημένος από τη θάλασσα, που κινδύνεψε στη θάλασσα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.