θαλασσοδέρνομαι
Προφορά
Ετυμολογία
θαλασσοδέρνομαι θάλασσα + δέρνομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ θαλασσοδέρνομαι
✦ παλεύω με τα κύματα της θάλασσας: το πλοίο θαλασσοδέρνεται ξυλάρμενο (Ι. Γρυπάρης)
✦ (μτφ. ) αντιμετωπίζω αντίξοες περιστάσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–