θαλασσινός
Προφορά
Ετυμολογία
θαλασσινός θάλασσα
Ερμηνεία
└επίθετο┘ θαλασσινός -ή, -ό
✦ ο της θάλασσας: τοπίο θαλασσινό – θαλασσινός αγέρας
✦ που γίνεται στη θάλασσα: θαλασσινό ταξίδι
✦ ο θαλασσινός ως ουσ., που έχει επάγγελμα σχετικό με τη θάλασσα, ο ναυτικός: η κόρη ενός θαλασσινού κι ενός λιμνιώτη η αδερφή (Μ. Μαλακάσης)
✦ ο κάτοικος νησιού ή παραθαλάσσιου τόπου
✦ τα θαλασσινά ως ουσ., τα στρείδια και άλλα φαγώσιμα οστρακοειδή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
στεριανός
Επιρρήματα
–