θήκη


θήκη
Προφορά

Ετυμολογία
θήκη αρχαία ελληνική θήκη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η θήκη

✦ περίβλημα ή σκεύος για τη φύλαξη αντικειμένου
✦ κιβώτιο
✦ θηκάρι: σύρε να μπεις πάλι στη θήκη, λεπίδι της σιωπής μου (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.