θέρος


θέρος
Προφορά

Ετυμολογία
θέρος αρχαία ελληνική τό θέρος ή ρ. θερίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο θέρος

✦ ο θερισμός
✦ η εποχή του θερισμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.