θάμνος
Προφορά
Ετυμολογία
θάμνος αρχαία ελληνική θάμνος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο θάμνος
✦ ξυλώδες φυτό, χωρίς διαμορφωμένο κορμό, με κλαδιά που φυτρώνουν από το έδαφος: κι ακόμα ο ήλιος πύρωνε τα θάμνα (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–