ηρωισμός
Προφορά
Ετυμολογία
ηρωισμός μεταγενέστερη ελληνική ἡρωισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ηρωισμός
✦ υπέρμετρη γενναιότητα, τόλμη, θάρρος
✦ αυτοθυσία για ευγενικό σκοπό, ατρόμητη αντιμετώπιση κινδύνου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–