ζηλώτρια
Προφορά
Ετυμολογία
ζηλώτρια αρχαία ελληνική ζηλωτής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ζηλώτρια
✦ θηλ. ζηλώτρια θαυμαστής, θιασώτης: ο Ξενοφώντας, ζηλωτής των σωκρατικών ηθών (Κ. Βάρναλης) – οι ζηλωτές της δημοκρατίας και οι ζηλωτές της αντιδημοκρατίας μετρούν και οι δυο τις καταστάσεις με περιορισμένα χρονικά μέτρα (Κ. Τσάτσος)
✦ θεοσεβής, θρήσκος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–