ζηλεύω
Προφορά
Ετυμολογία
ζηλεύω αρχαία ελληνική ζηλεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ζηλεύω
✦ επιθυμώ έντονα κάτι που στερούμαι, εποφθαλμιώ, φθονώ
✦ ζηλοτυπώ
✦ μακαρίζω, καλοτυχίζω: λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει (Διον. Σολωμός)
✦ (αμτβ.) είμαι ζηλιάρης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–