εύγλωττος


εύγλωττος
Προφορά

Ετυμολογία
εύγλωττος αρχαία ελληνική ε/õγλωττος

Ερμηνεία
επίθετο┘ εύγλωττος -η, -ο

✦ που εκφράζεται με ευχέρεια, ευφραδής
(μτφ. ) πειστικός: εύγλωττη απόδειξη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
εύγλωττα (Κ ευγλώττως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.