ευωδιά


ευωδιά
Προφορά

Ετυμολογία
ευωδιά αρχαία ελληνική εὐωδία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ευωδιά

✦ ευχάριστη οσμή, άρωμα: η αίθουσα… είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα

Αντίθετα
δυσωδία, βρόμα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.