ευχέλαιο
Προφορά
Ετυμολογία
ευχέλαιο μεσαιωνική ελληνική εὐχέλαιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ευχέλαιο
✦ ένα από τα εφτά μυστήρια της ορθόδοξης Εκκλησίας κατά το οποίο ο ιερέας χρίει τους πιστούς με αγιασμένο λάδι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–