ευκοιλιότητα


ευκοιλιότητα
Προφορά

Ετυμολογία
ευκοιλιότητα ευκοίλιος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ευκοιλιότητα

✦ πάθηση των εντέρων, που χαρακτηρίζεται από συχνές και υδαρείς κενώσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα
δυσκοιλιότητα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.