ευκοίλιος


ευκοίλιος
Προφορά

Ετυμολογία
ευκοίλιος μεταγενέστερη ελληνική εὐκοίλιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ευκοίλιος -ια, -ιο

✦ που διευκολύνει την κένωση της κοιλιάς
✦ (για πρόσ). που δε δυσκολεύεται στις κενώσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα
δυσκοίλιος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.