ευκατέργαστος


ευκατέργαστος
Προφορά

Ετυμολογία
ευκατέργαστος αρχαία ελληνική εὐκατέργαστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ευκατέργαστος -η, -ο

✦ αυτός που με ευκολία δουλεύεται, που εύκολα υφίσταται κατεργασία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.