ευκατάληπτος


ευκατάληπτος
Προφορά

Ετυμολογία
ευκατάληπτος μεταγενέστερη ελληνική εὐκατάληπτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ευκατάληπτος -η, -ο

✦ αυτός που εύκολα γίνεται καταληπτός, ευκολονόητος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.