ευκάλυπτος


ευκάλυπτος
Προφορά

Ετυμολογία
ευκάλυπτος └λατιν┘ eucalyptus

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η ευκάλυπτος

✦ αειθαλές δέντρο με φύλλα που δίνουν φαρμακευτικό έλαιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.