ευδία


ευδία
Προφορά

Ετυμολογία
ευδία αρχαία ελληνική εὐδία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ευδία

✦ καλοκαιρία, αιθρία: σαν πουλί… μονάχο κι ασυντρόφιαστο στην πρόσχαρην ευδία (Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος) – θωρείς τούτο το πέλαγος της καθάριας ευδίας; (Α. Δικταίος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.