ετερόδοξος
Προφορά
Ετυμολογία
ετερόδοξος μεταγενέστερη ελληνική ἑτερόδοξος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ετερόδοξος -η, -ο
✦ που πιστεύει σε θρησκευτικό δόγμα διαφορετικό από το επίσημο της χώρας της διαμονής του
✦ αιρετικός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ομόδοξος
Επιρρήματα
ετερόδοξα (Κ ετεροδόξως)