ετεροδικία
Προφορά
Ετυμολογία
ετεροδικία έτερος + δίκη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ετεροδικία
✦ προνόμιο παραχωρούμενο σε ξένους να δικάζονται σύμφωνα με τους νόμους της πατρίδας τους για αδικήματα που τυχόν διαπράττουν στη χώρα της διαμονής τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–