εταζέρα


εταζέρα
Προφορά

Ετυμολογία
εταζέρα └γαλλ┘ étagere

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εταζέρα

✦ έπιπλο με ράφια, για την τοποθέτηση διαφόρων αντικειμένων: μια εταζέρα για τα βιβλία και τα εικονίσματα (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.