ετάζω
Προφορά
Ετυμολογία
ετάζω αρχαία ελληνική ἐτάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ετάζω
✦ εξετάζω, ανερευνώ
✦ φρ. ετάζω νεφρούς και καρδίας, εξετάζω τα βάθη της ψυχής· (κ. μτφ.) ερευνώ για την βαθύτερη αλήθεια: εκεί, όπου όμως, έδειξε αληθινά κάποια θέληση πρωτοτυπίας η νέα ιστορία, χωρίς να μπορούμε να ετάσουμε νεφρούς και καρδίας, για να δούμε τι την έφερε ως τις επικίνδυνες ακρότητες όπου έφθασε (Κ. Θ. Δημαράς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–