εσωτερισμός
Προφορά
Ετυμολογία
εσωτερισμός └γαλλ┘ ésotérisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο εσωτερισμός
✦ διδασκαλία γνώσεων που δεν μπορούν ή δεν πρέπει να είναι διαδεδομένες αλλά κοινοποιημένες μόνο σ’ ένα μικρό αριθμό οπαδών
✦ ο αινιγματικός χαρακτήρας έργου: ο εσωτερισμός των σονέτων του Σαίξπηρ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–