εσχατιά
Προφορά
Ετυμολογία
εσχατιά αρχαία ελληνική ἐσχατιά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εσχατιά
✦ το έσχατο σημείο, το τελευταίο άκρο: έφτασε ως τις εσχατιές της γης – ο ίδιος βρισκόταν σε μια από τις εσχατιές της αυτοκρατορίας (Άγγ. Βλάχος)
✦ (κ. με χρονική σημ.): κάτι που να φτάνει ως τις εσχατιές της ζωής (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–