εστεμμένος


εστεμμένος
Προφορά

Ετυμολογία
εστεμμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος στέφω

Ερμηνεία
εστεμμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) ο στεφανωμένος
✦ που φέρει βασιλικό στέμμα, βασιλιάς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.