εσπέριος


εσπέριος
Προφορά

Ετυμολογία
εσπέριος αρχαία ελληνική ἑσπέριος

Ερμηνεία
επίθετο┘ εσπέριος -α, -ο

✦ εσπερινός: και όταν το εσπέριον άστρον ο ουρανός ανάπτη (Α. Κάλβος) – εσπέρια γαλήνη
✦ θηλ. Εσπερία ως ουσ. (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.