ερωτομανία
Προφορά
Ετυμολογία
ερωτομανία αρχαία ελληνική ἐρωτομανία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ερωτομανία
✦ η ερωτική μανία
✦ (ψυχιατρ.) παραληρηματική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την κυριάρχηση ερωτικών ή σεξουαλικών ιδεών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–