ερρωμένος


ερρωμένος
Προφορά

Ετυμολογία
ερρωμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος ρώννυμι

Ερμηνεία
ερρωμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) ισχυρός: προβάλαν ερρωμένη αντίσταση

Συνώνυμα
σθεναρός
Αντίθετα

Επιρρήματα
ερρωμένως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.