ερρέτω
Προφορά
Ετυμολογία
ερρέτω γ΄ εν. πρόσ. προστ. ενεστ. του αρχαίου ελληνικού ρ. ἔρρω (= βαδίζω με δυσκολία)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ερρέτω
✦ ας πάει να χαθεί, ας λείπει: αν πρόκειται να επιτευχθεί μ’ αυτόν τον τρόπο, ερρέτω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–