ερπυστικός


ερπυστικός
Προφορά

Ετυμολογία
ερπυστικός αρχαία ελληνική ἑρπυστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ερπυστικός -ή, -ό

✦ αυτός που έχει την τάση ή την ικανότητα να έρπει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ερπυστικά (Κ ερπυστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.