ερπυσμός
Προφορά
Ετυμολογία
ερπυσμός αρχαία ελληνική ἑρπυσμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ερπυσμός
✦ το να προχωρεί κάποιος έρποντας, σέρνοντας την κοιλιά στο έδαφος
✦ (φυσ.) αργή ροή ενός στερεού πάνω στο οποίο επενεργούν δυνάμεις: με την πάροδο των ετών, οι επιτύμβιες πλάκες κάμπτονται από την επίδραση της βαρύτητας· παρουσιάζουν το φαινόμενο του ερπυσμού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–