εργογράφος


εργογράφος
Προφορά

Ετυμολογία
εργογράφος └αγγλ┘ergograph

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εργογράφος

✦ όργανο για τη μέτρηση και τη μελέτη της ικανότητας ενός μυός προς εργασία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.